επικαταρώμαι

επικαταρώμαι
ἐπικαταρῶμαι, -άομαι (Α) [καταρώμαι]
1. καταριέμαι κάποιον με πάθος, εκφέρω κατάρες
2. (για νερό) αυτό που επάνω του έχουν απαγγελθεί κατάρες εναντίον τού ενόχου που τό πίνει («ὕδωρ ἐπικαταρώμενον», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικατάρατος — η, ο (AM ἐπικατάρατος, ον) [επικαταρώμαι] 1. αυτός που βαρύνεται με κατάρα, ο καταραμένος 2. αυτός που αξίζει να τόν καταριέται κανείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”